lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σπηλιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cave, cavern, den, grot, grotto
σπηλιά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
brloh, doupě, dutina, jeskyně, kaverna, pelech, sluj
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grotte, höhle
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
grotte, hule
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antro, caverna, cueva, gruta, guarida
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antre, baume, caverne, grotte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antro, caverna, cavità, grotta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grotta, grotte, hule, kula, lya
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грот, пещера
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grotta, håla, kula, lya, näste
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пещера
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пячора
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
grott, koobas
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luola, onkalo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pećina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
barlang, üreg
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
urvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
antro, caverna, furna, gruta, guarida
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
grotă, peşteră, vizuină
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
jama
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
jaskyňa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грот, запалий, каверна, печера, порожнеча, порожнина, порожній, склепіння
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
grota, jaskinia, pieczara

Σχετικές λέξεις

σπηλιά του νταβέλη, σπηλιά του πλάτωνα, σπηλιά του δράκου, σπηλιά του κύκλωπα, σπηλιά ονειροκρίτης, σπηλιά αρετούσας, σπηλιά άργος, σπηλιά κομοτηνή, σπηλιά του γάκη, σπηλιά λάρισας