lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στιγμή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
instant, juncture, minute, moment, spell, time, twinkling, while
στιγμή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chvíle, doba, okamžik, čas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
augenblick, moment, stunde, uhrzeit, weile, zeitpunkt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
moment, stund, tid, time, øjeblik
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
instante, minuto, momento, rato, tiempo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
heure, instant, laisser-courre, moment, péril, seconde, temps
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attimo, istante, minuto, momento, ora, secondo, tempo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moment, stund, tid, øyeblikk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
время, мгновение, минута, момент
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
moment, stund, tag, tidpunkt
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kohë, moment, çast
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
време, мигновение, минута, момент
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вокамгненне, момант, міг, пагода
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hetk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aika, ajankohta, hetki, momentti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
moment, vrijeme
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
pillanat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
akimirka, akimirksnis, laikas, momentas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instante, minuto, momento, rato, tempo
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
trenutek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додатковий, докладний, другий, другорядний, дрібний, мерехтіти, мигання, миготіння, мигтіти, мить, момент, начерк, незначний, по-друге, повторний, подув, підкріпити, підкріпляти, підтримати, підтримувати, секунда, фактор, хвилина, хвилинка, час, чинник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
chwila

Σχετικές λέξεις

στιγμή μου, στιγμή εκδόσεις, στιγμή συνώνυμα, στιγμή της αλήθειας, στιγμή διαρκείας, στιγμή συνώνυμο, στιγμή σε στιγμή καιρος, στιγμή επε, στιγμή λεξικό, στιγμή ετυμολογία