lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στυλοβάτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bolster, brace, buttress, cantilever, crutch, maintenance, prop, rest, stanchion, support, upholder
στυλοβάτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
opora, opěra, podepření, podpora, podpírání, podpěra, podpěrka, podstavec, pomoc, sloup, stojka, suport, výztuha, zbytek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halt, hilfe, pfeiler, stütze, unterstützung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
konsol, støtte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apoyo, estribo, muleta, puntal, soporte, sostén, sustento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accore, accot, accotoir, appoint, appui, mentonnière, racinal, refuge, soutien, soutènement, support, tasseau, tuteur, étai, étançon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appoggio, puntello, sostegno, supporto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konsoll, støtte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кронштейн, опора, поддержка, подпора, подпорка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fäste, stöd, stötte
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падпора, падпорка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
toetus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avustus, kannatin, noja, tuki
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alátámasztás, pártfogás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
atrama, parama
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apoio, escora, estribo, muleta, punhal, sustento, sustentáculo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
sprijin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відпочивати, відпочинок, відпочити, відправити, грати, кронштейн, опора, перерва, посада, посилати, пост, пошта, поштовий, підпертя, підпора, підпору, підпірка, підставка, підтримка, розклеювати, розклеїти, стовп, щогла
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podpora, podpórka

Σχετικές λέξεις

στυλοβάτης ορισμός, στυλοβάτης συνώνυμο, στυλοβάτης σημασια, στυλοβάτης στα αγγλικα, στυλοβάτης wikipedia