lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συναισθηματικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affectionate, emotional, emotive, intense, lackadaisical, maudlin, mawkish, namby-pamby, sensible, sensitive, sensual, sentimental
συναισθηματικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
afektivní, citelný, citlivý, citový, dojmový, emotivní, emoční, laskavý, láskyplný, lítostivý, náruživý, oddaný, rozcitlivělý, sentimentální, vášnivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
emotional, empfindlich, empfindsam, empfindungsfähig, gefühlsmäßig, merklich, sensibel, sentimental, sinnlich, spürbar, zart, zugetan
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
følsom, sentimental, øm
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afectuoso, cariñoso, emocional, expresivo, sensible, sentido, sentimental
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affectif, affectueux, passionné, romantique, sensible, sentiment, sentimental, émotif
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affettuoso, amoroso, emotivo, sensibile, sentimentale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følsom, sentimental
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
любящий, сентиментален, сентиментальный, чувствительный, эмоциональный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sentimental, tillgiven
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сентыментальны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tundlik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hellä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sentimentalan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
érzelmi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
jautrus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afectuoso, efusivo, emocional, impressionável, lírico, sensabor, sensível, sentido, sentimental
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
болісний, емоційний, забризканий, йолоп, сентиментальний, слинявий, сувенір, хворобливий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czułostkowy, sentymentalny, uczuciowy

Σχετικές λέξεις

συναισθηματικός κόσμος, συναισθηματικός αυτισμός, συναισθηματικός μπόμπιρας ακούει το αγαπημένο του τραγούδι... κλαίγοντας, συναισθηματικός τομέας, συναισθηματικόσ πόνοσ, συναισθηματικός χειρισμός, συναισθηματικός συνώνυμο, συναισθηματικός τομέας bloom, συναισθηματικός τύπος, συναισθηματικός εγκέφαλος