lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συνοδεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accompany, attend, chaperon, convoy, escort
συνοδεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
doprovodit, doprovázet, eskortovat, provázet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begleiten, eskortieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
akkompagnere, føl, følge, ledsage
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acompañar, asistir, convoyar, escoltar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accompagne, accompagner, chaperonner, convoyer, escorter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accompagnare, affiancare, scortare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akkompagnere, føl, følge, ledsaga, ledsage
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конвоировать, сопровождать, сопутствовать, эскортировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beledsaga, eskortera, föl, följa, ledsaga, medfölja, åtfölja
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përcjell, shoqëroj
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saattaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pratiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kísérni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acompanhar, escoltar, seguir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведмідь, витримати, витримувати, відважний, відвідати, відвідувати, галантний, доблесний, дотримуватися, надходити, наставати, настати, нести, носити, перенести, переносити, походити, прибувати, прибути, прийти, приходити, приходиться, приїжджати, приїздити, приїхати, проводжати, прослідкувати, родити, розуміти, славний, слідкувати, слідуйте, сміливий, спекулянт, супроводжувати, уродити, ходити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
eskortować, konwojować, towarzyszyć

Σχετικές λέξεις

συνοδεύω συνώνυμα, συνοδεύω στα αγγλικά, συνοδεύω english