lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συντηρητικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conservative, diehard
συντηρητικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
konzervativec, konzervativní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erhaltend, konservativ, konservativer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
konservativ
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conservador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conservateur, conservatoire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conservatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konservativ
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
консервативен, консервативный, консерватор, поведенческий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konservativ
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кансерватыўны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vanhoillinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
konzervatív
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conservador, desenhista
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
conservator
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
konzervatívny
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
консервативний, педантичний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
konserwatysta, konserwatywny, zachowawczy

Σχετικές λέξεις

συντηρητικός ανθρωπος, συντηρητικός φιλελευθερισμός, συντηρητικός συνώνυμα, συντηρητικός αντίθετο, συντηρητικός αντωνυμα, συντηρητικός ορισμός, συντηρητικός στα αγγλικα, συντηρητικός εθνικισμός, συντηρητικός λεξικό, συντηρητικός ετυμολογία