lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συντροφιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
companionship, company, fellowship, grange, party, society
συντροφιά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
asociace, družstvo, firma, klub, podnik, rota, sdružení, sešlost, spolek, společenství, společnost, svaz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
firma, genossenschaft, gesellschaft, kompanie, verein
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forening, følge, klub, lag, rederi, samfund, samvær, selskab
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asociación, compañía, entidad, pandilla, sociedad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
association, club, compagnie, maison, société
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
associazione, club, comitiva, compagnia, mazza, società, sodalizio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forening, følge, kameratskap, kompani, lag, omgangskrets, rederi, samfunnsliv, samvær, selskap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кампания, компания, общество, объединение, рота, товарищество
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
följe, förening, förge, kompani, lag, societet, sällskap, umgänge
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kompani, shoqëri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клуб, компания, общество
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дом, кампанія
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ettevõte, kompanii, ühiskond
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
firma, seura, yhteiskunta, yhtiö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
društvo, kompanija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
társaság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
bendrovė, draugija, kompanija, įmonė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casino, companhia, comunidade, sociedade
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
companie, societate
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
firma, podjetje
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
spoločnosť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асамблея, асоціація, бригада, вечір, вечірка, громада, довічний, екіпаж, життя, загал, загін, заклад, закладання, засновування, зграя, клан, когорта, команда, компанія, наявність, община, партнерство, партійний, партія, присутність, співробітництво, спільнота, спільність, сторона, суспільство, товариство, установа, участь, фірма, інституція
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kompania, towarzystwo

Σχετικές λέξεις

συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά με τον άνεμο, συντροφιά των εννέα, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά πρέσπεσ, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά θησείου, συντροφιά με τον χριστό, συντροφιά ψαράδες, συντροφιά για διακοπές