lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σφραγίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brand, hall-mark, hallmark, impression, slur, stamp, stigma
σφραγίδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
blizna, cejch, jizva, otisk, otištění, pečeť, pošpinění, punc, razítko, ráz, skvrna, stigma, znamení, znaménko, značka, známka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausführung, brandmal, fleck, gepräge, klecks, makel, mal, marke, schandfleck, schmutzfleck, stempel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fleks, klat, mærke, plet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borrón, cuño, estigma, hierro, mancha, marca
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cachet, empreinte, estampille, flétrissure, marque, stigmate, tache
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiazza, impronta, macchia, marchio, orma, stigma
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avtrykk, brennemerke, flekk, merke, preg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клеймо, отпечаток, пятно
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
märke
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клеймо
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кляймо
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälki, leima, tahra
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrlja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bibe, sebhely, szégyenfolt
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dėmė, fasonas, modelis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estigma, impressão, mancha, marca, mácula, nódoa, selo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ştampilă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
značka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горіти, запломбувати, зарубка, згоріти, клеймити, клеймо, марка, маркування, опечатати, опечатувати, опік, палити, печатка, печать, пломба, пломбувати, підпалити, підпалювати, сорт, спалити, спалювати, тавро, таврувати, тюлень, ґатунок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
piętno

Σχετικές λέξεις

σφραγίδα της χάγης, σφραγίδα apostille, σφραγίδα χάγης, σφραγίδα μηχανικού, σφραγίδα της χάγης θεσσαλονίκη, σφραγίδα για πρόσφορο, σφραγίδα αυτοκατασκευαζόμενη, σφραγίδα του σολομώντα, σφραγίδα στα αγγλικά, σφραγίδα apostille κεπ