lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ταξιδιώτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
itinerary, passenger, traveller, tripper, voyager, wayfarer
ταξιδιώτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cestovatel, cestující
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschäftsreisender, handlungsreisende, reisende, reisender
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
passager, rejsende, rensende
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caminante, explorador, ocupante, pasajero, viajante, viajero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commis, passager, voyageur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passeggero, viaggiatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passasjer, reisende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дорожный, коммивояжер, коммивояжёр, пассажир, путешественник, путник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passagerare, resande, resenär
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëtar
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вандроўнік, падарожнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
reisija
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matkailija, matkustaja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
utas
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
keleivinis, keleivis, keliautojas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passageiro, passajara, viajante, viajemos
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
potnik
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cestovateľ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бушмен, мандрівник, пасажир, турист
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
komiwojażer, podróżnik, podróżny

Σχετικές λέξεις

ταξιδιώτης και φεγγαρόφωτο, ταξιδιώτης του παντός στιχοι, ταξιδιώτης του χρόνου, ταξιδιώτης του παντός, ταξιδιώτης της γραφής, ταξιδιώτης θεσσαλονίκη, ταξιδιώτης της ερήμου, ταξιδιώτης του ονείρου, ταξιδιώτης συνώνυμα, ταξιδιώτης του χρόνου ο σταλόνε