lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τρόπαιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
booty, capture, loot, plunder, prey, quarry, swag, trophy
τρόπαιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chytání, kořist, lovení, trofej, ukořistění, úlovek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beute, raub, trophäe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bytte, fangst, rov, trofæ
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despojo, hurto, triunfo, trofeo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
butin, capture, curée, dépouille, proie, rapine, trophée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bottino, cattura, malloppo, preda, refurtiva, trofeo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bergkløft, beslagleggelse, bytte, fangst, rov, trofé
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добыча, трофеем, трофей
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bytte, rov, trofé
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjah
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
трафей
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ohver, trofee
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaappaus, saalis, sieppaus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hadizsákmány, konc, martalék, préda, trófea, zsákmány
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
auka, grobis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despojo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
pradă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
trofej
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винагорода, нагорода, приз, трофей
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
trofeum, łup

Σχετικές λέξεις

τρόπαιο βαλκανικών πολέμων, τρόπαιο βαλκανικών αγώνων, τρόπαιο ετυμολογία, τρόπαιο μάχης μαραθώνα, τρόπαιο βαλκανικών, λεωνίδα τρόπαιο, τρόπαιο traduction