lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα τσεχική

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
bezvýznamný, chromý, churavý, chybný, defektní, invalida, invalidní, mrzáček, nepatrný, neplatný, nerozhodný, neúplný, postižený, vadný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα τσεχική, bezvýznamný στα ελληνικά
ανάπηρος στα τσεχική