lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανησυχώ στα τσεχική

Λέξη:
ανησυχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
alarmovat, dotírat, dráždit, lekat, mučit, narušovat, obtěžovat, pobouřit, polekat, porušit, rozrušit, rušit, soužit, sužovat, trápit, trýznit, vyrušit, zlobit, znepokojit, znepokojovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανησυχώ, ανησυχώ τερζής στιχοι, ανησυχώ τερζής lyrics, ανησυχώ τερζής, ανησυχώ συνώνυμο, ανησυχώ συνώνυμα, ανησυχώ στα τσεχική, alarmovat στα ελληνικά
ανησυχώ στα τσεχική