lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυλόπορτα στα τσεχική

Λέξη:
αυλόπορτα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
bariéra, brána, dveře, garáž, hranice, hrazení, hráz, jez, portál, prut, písčina, přehrada, překážka, přepážka, příčka, splav, tyč, vrata, zábradlí, zástrčka, závora
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αυλόπορτα, συρόμενη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυτόματη αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, αυλόπορτα στα τσεχική, bariéra στα ελληνικά
αυλόπορτα στα τσεχική