lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διεγείρω στα τσεχική

Λέξη:
διεγείρω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (31):
agitovat, budit, dráždit, nabádat, oduševnit, oživit, pobouřit, pobuřovat, pobídnout, podnítit, podněcovat, podráždit, pohnout, pohánět, popohnat, popouzet, popudit, povzbudit, probudit, rozdráždit, rozproudit, rozpálit, rozčilit, rozčílit, stimulovat, vyprovokovat, vyvolat, vzbouzet, vzbudit, vzbuzovat, vzrušit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διεγείρω, διεγείρω συνώνυμα, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω λεξικο, διεγείρω ετυμολογια, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω στα τσεχική, agitovat στα ελληνικά
διεγείρω στα τσεχική