lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελέγχω στα τσεχική

Λέξη:
ελέγχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
dohlížet, dozírat, kontrolovat, ohledat, ověřit, perlustrovat, potvrdit, prohledat, prohlédnout, prohlížet, prověřit, prozkoumat, překontrolovat, přezkoušet, přešetřit, revidovat, testovat, verifikovat, vyzkoušet, vyšetřovat, zkontrolovat, zkoumat, zkoušet
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ελέγχω, ελέγχω συνώνυμα, ελέγχω στα αγγλικα, ελέγχω προστακτική, ελέγχω κλίση, ελέγχω ελέγχεισ, ελέγχω στα τσεχική, dohlížet στα ελληνικά
ελέγχω στα τσεχική