lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επενδύω στα τσεχική

Λέξη:
επενδύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
investovat, klást, nasadit, obklíčit, oblehnout, položit, posadit, postavit, připravit, stavět, strkat, sázet, uložit, umístit, vkládat, vložit, vpravit, vsadit, vsunout, zasadit, zastrčit, zasunout, zařadit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επενδύω, επενδύω συνώνυμο, επενδύω συνώνυμα, επενδύω συναισθηματικά, επενδύω στα αγγλικα, επενδύω λεξικό, επενδύω στα τσεχική, investovat στα ελληνικά
επενδύω στα τσεχική