lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιθετικός στα τσεχική

Λέξη:
επιθετικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
bojechtivý, bojovník, bojovný, bojový, hašteřivý, hádavý, podnikavý, průbojný, vojenský, válečnický, válečný, výbojný, útočný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επιθετικός, επιθετικόσ σκύλοσ, επιθετικός ρεαλισμός, επιθετικός προσδιορισμός νέα ελληνικά, επιθετικός προσδιορισμός ασκήσεις, επιθετικός προσδιορισμός, επιθετικός στα τσεχική, bojechtivý στα ελληνικά
επιθετικός στα τσεχική