lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλώ στα τσεχική

Λέξη:
καλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
obeslat, povolat, předvolat, přivolat, přivolávat, svolat, svolávat, uvádět, uvést, vyzývat, vzývat, zavolat, žádat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καλώ, καλώ ταξίδι, καλώ συνώνυμα, καλώ σε μονομαχία στον καθολικό αρχιεπίσκοπο, καλώ πνεύματα, καλώ παραγωγα, καλώ στα τσεχική, obeslat στα ελληνικά
καλώ στα τσεχική