lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταναλώνω στα τσεχική

Λέξη:
καταναλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
hltat, konzumovat, obnosit, opotřebovat, požívat, sníst, spotřebovat, stravovat, strávit, ubrousit, utratit, utrácet, vydat, vydřít, vynaložit, vypotřebovat, vyčerpat, vyčerpávat, zničit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καταναλώνω, καταναλώνω χωρίς μεσάζοντες, καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω στα αγγλικα, καταναλώνω λεξικο, καταναλώνω στα τσεχική, hltat στα ελληνικά
καταναλώνω στα τσεχική