lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλώ στα τσεχική

Λέξη:
κολλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
klížit, lepit, lnout, lpět, naklížit, nalepit, polepit, přilepit, přiléhat, připevnit, připojit, slepovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κολλώ, μπρίκια κολλώ, κολλάω κλίση, κολλώ στα τσεχική, klížit στα ελληνικά
κολλώ στα τσεχική