lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πικάντικος στα τσεχική

Λέξη:
πικάντικος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
aromatický, dráždivý, duchaplný, kořenný, kořeněný, okořeněný, ostrý, peprný, pikantní, pálivý, vonný, voňavý, štiplavý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πικάντικος, πικάντικος στα τσεχική, aromatický στα ελληνικά
πικάντικος στα τσεχική