lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα τσεχική

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
invaze, napadení, nastoupení, nápor, nástup, nával, přepad, přepadení, přistoupení, příchod, přístup, vpád, vstup, výbuch, výpad, zteč, záchvat, zásah, útok
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα τσεχική, invaze στα ελληνικά
πρόσβαση στα τσεχική