lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στοργή στα τσεχική

Λέξη:
στοργή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (35):
afekt, choroba, cit, cítění, dojem, dojetí, emoce, lpění, láska, miláček, milý, mínění, nemoc, náklonnost, oddanost, onemocnění, pocit, pohnutí, počitek, provaz, připojení, příchylnost, rozechvění, rozruch, senzace, smýšlení, stonání, utrpení, vaz, vjem, vzruch, vzrušení, zanícení, záliba, řetěz
Σχετικές λέξεις:
τσεχική στοργή, στοργή συνώνυμα, στοργή στο λαό του βασίλη δούβλη, στοργή στο λαό δούβλης, στοργή στο λαό, στοργή παπανικολάου, στοργή στα τσεχική, afekt στα ελληνικά
στοργή στα τσεχική