lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντρίβω στα τσεχική

Λέξη:
συντρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
demolovat, lámat, ničit, přelomit, přerušit, přetrhnout, rozbíjet, rozbít, rozdrtit, rozlámat, roztloukat, roztříštit, tříštit, zkazit, zlomit, zlámat, zničit, zruinovat, zrušit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική συντρίβω, συντρίβω στα τσεχική, demolovat στα ελληνικά
συντρίβω στα τσεχική