lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπακούω στα τσεχική

Λέξη:
υπακούω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
doprovázet, naslouchat, poslechnout, poslouchat, sledovat, slyšet, uposlechnout, uslyšet, vyslechnout, zaslechnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υπακούω, υπακούω υπακούς υπακούει, υπακούω συνώνυμο, υπακούω στα τσεχική, doprovázet στα ελληνικά
υπακούω στα τσεχική