φασιανός στα αγγλικά φασιανός στα γερμανικά φασιανός στα δανική φασιανός στα ισπανικά φασιανός στα γαλλικά φασιανός στα ιταλικά φασιανός στα νορβηγικά φασιανός στα ρωσικά φασιανός στα σουηδικά φασιανός στα βουλγαρικά φασιανός στα λευκορωσίας φασιανός στα φινλανδικά φασιανός στα κροατικά φασιανός στα ουγγρική φασιανός στα λιθουανική φασιανός στα σλοβακική φασιανός στα ουκρανικά φασιανός στα πολωνική
σκύβω στα αγγλικά συχνά στα νορβηγικά απομακρυσμένος στα ιταλικά καρφί στα αλβανικά ενοποιώ στα αγγλικά
σκύβω english απομακρυσμένος συνώνυμα καρφί ψωρίαση συχνά αέρια εντέρου