lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όριο στα τσεχική

Λέξη:
όριο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
delimitace, donucení, hranice, hraniční, limit, limita, mez, mezní, nátlak, ohraničení, omezení, omezování, pohraniční, pomezní, pomezí, přinucení, restrikce, rozhraní, snížení, stísněnost, vymezení, zmenšení
Σχετικές λέξεις:
τσεχική όριο, όριο φτώχειας, όριο συνταγογράφησης, όριο συναλλαγών με μετρητά 2014, όριο μηνιαίας δαπάνης εοπυυ, όριο αφορολόγητου, όριο στα τσεχική, delimitace στα ελληνικά
όριο στα τσεχική