lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υποκύπτω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defer, succumb, undergo, yield
υποκύπτω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
podlehnout, podléhat, podrobit, podřídit, povolit, přenechat, ustoupit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fügen, nachgeben, unterliegen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
undergå
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ceder, obedecer, sucumbir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condescendre, céder, plier, soumettre
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undergå
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изнемогать, покорять, сдавать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
undergå
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ceder, sucumbir
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ulegać

Σχετικές λέξεις

υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω english, προκύπτω λεξικό, υποκύπτω ετυμολογια, υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω αγγλικα