lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υποχρεωτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coercive, compulsive, compulsory, duteous, dutiful, emergency, enforced, forced, forcible, mandatory, obligate, obligatory
υποχρεωτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
povinný, závazný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
obligatorisch, pflichtbewusst, verbindlich, zwanghaft
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
obligatorisk, tvungen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asiduo, forzoso, obligatorio, rigor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
imposé, obligatoire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coatto, obbligatorio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
obligatorisk, pliktoppfyllende, tvungen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обязателен, обязательный, принудителен, принудительный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obligatorisk, plikttrogen, tvungen
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абавязковы, прымусовы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kohustuslik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakollinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obavezan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kényszer
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
complemento, compulsório, obrigado
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
obvezen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
межа, насильницький, необхідний, обмеження, обмежити, обмежувати, примусовий, стрибати, стрибнути, стрибок, суворий, точний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obowiązkowy, przymusowy

Σχετικές λέξεις

υποχρεωτικός εμβολιασμός, υποχρεωτικός αντιθετο, υποχρεωτικός στα αγγλικά, υποχρεωτικόσ ακάλυπτοσ χώροσ, υποχρεωτικόσ ο κλειδάριθμοσ, υποχρεωτικός εξοπλισμός σκάφους, υποχρεωτικός εκκλησιασμός, υποχρεωτικός ο τεχνικός ασφαλείας, υποχρεωτικός εμβολιασμός παιδιών, υποχρεωτικός έλεγχος από ορκωτούς