lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπόκωφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bare, blank, emptiest, empty, hollow, null, slack, vacant, vain, void, waste
υπόκωφος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezobsažný, dutina, dutý, díra, liduprázdný, mezera, nicotný, odhalený, opuštěný, poušť, prázdnota, prázdný, pustý, vpadlý, vyhloubený, vykotlaný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gehaltlos, hohl, inhaltslos, leer, leeren, taub, wüst, öde
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blank, forfængelig, hul, lens, tom, øde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desierto, hueco, vacante, vacuo, vacío, vano, yermo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caverneux, creux, désert, frivole, plis, vide, yeux, éventé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deserto, incavato, vacuo, vano, vuotaggine, vuoto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blank, forfengelig, hul, lens, tom, øde, ødslig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дупло, незанятый, порожний, пробельный, пуст, пустоватый, пустой, пустотелый, свободный, фразерский, фразёрский
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andefattig, blank, ihålig, intetsägande, lens, tom, öde, ödslig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
парожні, пусты
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tühi, õõs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asumaton, autio, kuoppa, ontelo, ontto, tyhjyys, tyhjä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prazan, šupalj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hézag, puszta, sivatag, üreges, üres
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
drevėtas, duslus, tuščias, tuščiaviduris
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balada, cavidade, frívolo, fútil, sueco, vago, vazio, vácuo, vão
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
goli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балакучий, безхарактерний, вакантний, веселий, вогник, вільний, вітряний, газоподібний, даремний, дитячий, дупло, засвітити, здутий, легкий, легковажний, марний, намилений, незайнятий, нікчемний, освітити, пароподібний, повітряний, порожньою, порожньої, порожній, пузирчастий, пустий, пустою, пустої, пустій, пінистий, світлий, світло, скрипка, тривіальний, щоденний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pusty

Σχετικές λέξεις

υπόκωφος ήχος, υπόκωφος συνώνυμα, υπόκωφος ορισμός