lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υψόμετρο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
altitude, elevation, height, highness, level, pitch
υψόμετρο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
návrší, vznešenost, vzrůst, výsost, výše, výšina, výška
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hoheit, höhe, höhenlage
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
højde, højdepunkt, størrelse, toppunkt, øverst
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alteza, altitud, altura, elevación, excelencia, talla
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
altesse, altitude, grandeur, haut, hauteur, taille
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altezza, altitudine, altura, elevazione, quota, statura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høyde, høyhet, størrelse, topp
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
величина, высота, высочество, вышина
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
altitud, höjd, höjdnivå
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
величина, височина
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
буда, вышыня
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kõrgus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koko, korkeus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzvišenost, visina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
magaslat, magasság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
aukštis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alteza, altitude, altura, eminência
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
altitudine, înălţime
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
višina
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
величина, високість, висота, височина, височінь, вишина, зріст, кидати, кидок, кинути, нахил, падіння, перевага, підвищення, підняття, розташовувати, розташувати, схил
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wysokość

Σχετικές λέξεις

υψόμετρο της ψηλότερης κορυφής του μαινάλου, υψόμετρο εβερεστ, υψόμετρο ελληνικών πόλεων, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο καιμακτσαλαν, υψόμετρο κοζάνης, υψόμετρο ιωαννίνων, υψόμετρο καρπενησίου, υψόμετρο πάρνηθας, υψόμετρο χορτιάτη