lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έννοια στα φινλανδικά

Λέξη:
έννοια (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (11):
aatos, aivoitus, ajatteleminen, ajatus, järki, käsite, käsitys, merkitys, mielijohde, tuuma, tärkeys
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά έννοια, έννοια υποκαταστήματος, έννοια υπερρεαλισμός, έννοια του εαυτού, έννοια της φιλιας, έννοια της ετοιμότητας ενός εργαζομένου για την οργανωτική αλλαγή, έννοια στα φινλανδικά, aatos στα ελληνικά
έννοια στα φινλανδικά