lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάνω στα φινλανδικά

Λέξη:
κάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (14):
aikaansaada, ajaa, johtaa, käskeä, laittaa, määrätä, perustaa, raataa, suorittaa, tehdä, tilata, toimia, työskennellä, valmistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κάνω, κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω τον κινέζο, κάνω το σταυρό μου english, κάνω συνώνυμο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω στα φινλανδικά, aikaansaada στα ελληνικά
κάνω στα φινλανδικά