lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσωπικό στα φινλανδικά

Λέξη:
προσωπικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
henkilökunta, joukkue, porukka
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά προσωπικό, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό τάδε, προσωπικό νεύρο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ιδ. ασφάλειας, προσωπικό στα φινλανδικά, henkilökunta στα ελληνικά
προσωπικό στα φινλανδικά