lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα φινλανδικά

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
hyökkäys, kohtaus, rynnäkkö, ratsia, rynnistys, väkirynnäkkö
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα φινλανδικά, hyökkäys στα ελληνικά
πρόσβαση στα φινλανδικά