lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φτωχαίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emaciate, emaciated, impoverish, pauperize, sterilise, sterilize, straiten
φτωχαίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ochudit, ožebračit, sterilizovat, vysušit, zbídačit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sterilisieren
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empobrecer, esterilizar, yermar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appauvrir, aseptiser, dessécher, effriter, stériliser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disinfettare, impoverire
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истощать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pastörisera, sterilisera
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
знясільваць, спусташаць, спустошваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
köyhdyttää
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empobrecer, esterilizar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимочіть, виснажити, виснажте, виснажувати, витратити, витратьте, витрачати, витягувати, вішалка, голодувати, креслити, малювати, накреслити, намалювати, натягати, натягнути, натягувати, ослабити, ослабляти, полиця, послабити, послаблювати, притягати, притягнути, притягти, притягувати, провести, проводити, підривати, підставка, підірвати, стелаж, сік, тяга, тягнути
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wyjaławiać, zubożać, zubożyć