lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φυλακίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confine, immure, imprison, incarcerate, jail, prisoner
φυλακίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
spoutat, upoutat, uvěznit, věznit, zavřít
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einkerkern, einsperren, festnehmen, festsetzen, verhaften
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
arrester, fængsle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprisionar, encarcelar, encerrar, prender, recluir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
captiver, capturer, claquemurer, coffrer, détenir, embastiller, emprisonner, incarcérer, séquestrer, écrouer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carcerare, imprigionare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arrester, fengsle, innesperre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заточать, неволить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arrestera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vangita
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utamničiti, zatvoriti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bebörtönöz
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprisionar, refluir
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uwięzić, więzić

Σχετικές λέξεις

φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα