lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φυλακισμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
captive, convict, inmate, prisoner
φυλακισμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vězeň, zajatec, zajatý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefangene, gefangener, häftling, sträfling
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fange
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cautivo, detenido, presidiario, preso, prisionero, recluso, rehén
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
captif, détenu, prisonnier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carcerato, detenuto, prigioniero, recluso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fange
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заключенный, пленная, пленник, пленный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fånge
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
палонны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vang
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rangaistusvanki, vanki
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fegyenc, fogoly, rab
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
belaisvis, kalinys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preso, prisioneiro, recluso
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
prizonier
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
väzeň
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полонений
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jeniec, więzień

Σχετικές λέξεις

φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένοσ κόσμοσ, ονειροκρίτης φυλακισμένος, ο φυλακισμένος