lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φυτό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cutting, perennial, plant, sapling, seedling, vegetable
φυτό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bylina, bylinka, rostlina, rostlinný, sazenice
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ableger, gewächs, pflanze, setzling
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
plante
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
planta, vegetal
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouture, herbe, plant, plante, semis, traînasse, végétal
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pianta, vegetale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
planta, plante, vekst
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
растение, саженец
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
planta, växt
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bimor, bimë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
расьлiна
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasvi, taimi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biljka, biljni
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dugvány, facsemete, növény
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
augalas, sodinukas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
planta, vegetal
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
rastlina
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
závod
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
roślina, sadzonka

Σχετικές λέξεις

φυτό από ι, φυτό από ψ, φυτό πόθος, φυτό δράκαινα, φυτό σκοτώνει το 98 των καρκινικών κυττάρων μέσα σε 16 ώρες, φυτό αράχνη, φυτό από ξ, φυτό αρτεμισία, φυτό από ω, φυτό υπομονή