lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χαρακτηριστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atypical, basal, characteristic, classic, classical, conventional, distinctive, habit, habitual, quintessential, racy, representative, typical
χαρακτηριστικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
charakteristický, charakteristika, příznačný, rozeznávací, rozlišovací, rozlišující, rázovitý, svérázný, typický
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
charakteristisch, normal, typisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
karakteristisk, repræsentativ, typisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
característica, característico, distintivo, peculiar, propio, típico
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caractéristique, distinctif, typique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caratteristica, caratteristico, proprio, tipico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
karakteristisk, representativ, typisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отличительный, показателен, показательный, типичен, типичный, типовой, характерен, характерный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karakteristisk, kännetecknande, representativ, typisk
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karakteristik
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
тыповы, тыпічны, характарны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tüüpiline
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyypillinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osobina, tipičan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
jellegzetes, tipikus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calcificarias, característica, característico, diferencial, distintivo, específico, espécimen, genérico, particular, propano, típico
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вид, друкувати, зразковий, конкретний, наберіть, надрукувати, порода, тип, типовий, характерний, інцидент
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
charakterystyczny, typowy

Σχετικές λέξεις

χαρακτηριστικός συνώνυμα, χαρακτηριστικός συνώνυμο, χαρακτηριστικός χρόνος