lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χαστούκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
backhand, bang, beat, beaten, blow, box, buffet, bump, flap, heartbeat, hit, impact, knock, percussion, ping, punch, put, putt, shot, slap, smash, strike, stroke, swipe, swoop, thump, wallop, whack
χαστούκι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bití, bouchnutí, dopad, házení, mávání, nápor, náraz, otřes, poklep, rána, ráz, srážka, tah, tep, tlukot, zdvih, záchvat, zásah, úder, úhoz, útok, švih
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anprall, anschlag, aufschlag, einschlag, fick, herzschlag, hieb, kollision, schlag, schock, stoß, streich, treffer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anslag, bulk, dunk, slag, støt, tørn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
azote, batimiento, choque, cornada, embate, encontrón, encuentro, galleta, golpe, impacto, palo, puñetazo, trompazo, zumbido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attaque, atteinte, battement, beigne, choc, coup, débattement, frappement, heurt, impact, percussion, rebattement, secousse, éclat
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attacco, battere, battito, battuta, botta, bussata, colpo, impatto, influsso, percossa, picchio, schianto, scontro, tratto, urto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anslag, bulk, dunk, innvirkning, rapp, skudd, slag, støt, tørn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
биение, стук, удар
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anslag, bulk, rapp, slag, stöt, törn
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
удар
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
põrge
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
isku, kolahdus, lyönti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fújás, fúvás, lebegés, löket, találat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
smūgis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acometida, choque, golpe, impacto, zumbido
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
atac, şoc
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zdvih
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бити, бокс, брикати, брикатися, брила, вибирати, вибрати, вибір, визбирувати, висувати, висуватися, висунути, висунутися, вражати, вразити, відкриття, віяти, гідний, дмухати, дмухнути, дути, зарубка, збирати, здатний, зібрати, зірвати, касир, клеймо, коробка, котлета, куля, ложа, ляпати, набирати, набрати, обліковець, оповідач, пересувати, пересунути, плескати, подути, приголомшувати, придатний, припадок, просувати, просуватися, просунути, просунутися, підбирати, підплигування, підходити, підібрати, розбийте, рубати, скринька, скриня, скупчувати, страйк, страйкувати, струс, стук, стусан, сікти, січеник, удар, укладати, укласти, шаткувати, шок, шокувати, штовхати, штовхнути, ящик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uderzenie

Σχετικές λέξεις

χαστούκι στο γούστο του κοινού, χαστούκι ονειροκρίτης, χαστούκι κασιδιάρη στη λιάνα κανέλλη, χαστούκι κασιδιάρη στη λιάνα κανέλλη και νερό εναντίον δούρου, χαστούκι πετρελης, χαστούκι στην κανέλλη, χαστούκι μελίνας στη μούσχουρη, χαστούκι λιάνη, χαστούκι κεδίκογλου, χαστούκι σε κανέλλη