lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χρησιμότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
helpfulness, usability, usefulness, utility
χρησιμότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
prospěšnost, užitek, užitečnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brauchbarkeit, nutzbarkeit, nutzen, nützlichkeit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
nytte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conveniencia, utilidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convenance, utilité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
utilità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nytte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полезность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
användbarhet
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
карыснасць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyödyllisyys
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигідний, вигідність, допоміжний, доступність, корисність, наявність, прибутковість, підлабузництво, рентабельний, рентабельність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
użyteczność

Σχετικές λέξεις

χρησιμότητα υποτροφιών, χρησιμότητα αυτοκινήτου, χρησιμότητα ανεμόμυλου, χρησιμότητα esspros, χρησιμότητα συνώνυμο, χρησιμότητα του ανεμόμυλου για τον άνθρωπο και την κοινωνία, χρησιμότητα του τηλεφώνου, χρησιμότητα του έργου για τον άνθρωπο και την κοινωνία, χρησιμότητα του αερόστατου, χρησιμότητα της τηλεόρασης