lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χωλαίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hobble, limp
χωλαίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dopadat, kulhat, napadat, pajdat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinken, humpeln, lahmen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
halte, hinke, humpe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
claudicar, cojear, empaquetar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boite, boiter, boitiller, claudiquer, clocher, clopiner, trébucher
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zoppicare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
halta, halte, hinke, humpe, linka
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затыкать, прихрамывать, уснащать, хромать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
halta, linka
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кульгаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nilkuttaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bicegni, petyhüdt, sántítani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
claudicar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
şchiopăta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безвільний, зупинити, зупинитися, зупинка, зупиняти, зупинятися, кульгавість, кульгайте, кульгати, скакати, скакнути, слабкий, стрибати, стрибнути, стрибок, шкутильгати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
chromać, kuleć, utykać

Σχετικές λέξεις

χωλαίνω συνώνυμα, χωλαίνω ετυμολογια, χωλαίνω σημασια, χωλαίνω λεξικό