lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ψηφοφόρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
constituency, elector, voter
ψηφοφόρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kurfiřt, volič
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kurfürst, wahllosigkeit, wahlmann, wählende, wähler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kurfyrste
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elector
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
électeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elektor, kurfyrste, velger
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выборщик, избиратель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elektor, valman
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выбаршчык
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
valija
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valitsija, äänestäjä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
birač
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
választó, választófejedelem
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
selector
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
volič
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балотування, виборець, вотум, голос, голосування, голосувати, проголосувати, складовий, установчий, ухвала
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
elektor, wyborca

Σχετικές λέξεις

ψηφοφόρος χρυσής αυγής ετών 25