lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: όταν

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
as, ever, if, once, since, unless, when
όταν
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
až, jak, jestli, jestliže, kdy, kdyby, když, od, tak, zda
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
als, falls, indem, insofern, ob, seit, seitdem, wankt, wann, wenigstes, wenn, wofern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dags, dersom, då, hvis, idet, median, mens, når, nær, siden, som
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuando, desde, si
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
depuis, lorsque, quand, si
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allorché, da, qualora, quando, se
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dags, dersom, då, ettersom, hvis, hvoretter, idet, median, mens, når, nær, siden, som
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ежели, если, когда, коль
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alltsedan, dags, då, eftersom, idet, medan, när, når, siden, som
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кога
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
калi, калі, раз, як
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kas
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jos, kun, lähtien
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ako, da, dok, kad
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
amikor, honnan, mikor, mióta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desde, se, si
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
kdaj, ko, če
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будь-коли, забезпечений, коли, підлогу-коли, ром-коли, утіхи-коли, якщо
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jeżeli, kiedy, odkąd

Σχετικές λέξεις

όταν έχω εσένα - δημήτρης μητροπάνος, όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola (βίντεο), όταν έκλαψε ο νίτσε, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola, όταν χαράζει, όταν σε κοιτώ, όταν είσαι εδώ αντώνης ρέμος, όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι, όταν η συνέχεια γίνεται ζόρικη οι ζόρικοι συνεχίζουν