γελώ ορισμός, γελώ λεξικό, γελώ κλιση, γελώ συνώνυμα, γελάω στα αρχαία ελληνικά
αμφιθέατρο αποσκευές τύμπανο κουτσός περιοδικό δωρεά δεκαετία αδένας δένω μπακαλιάρος κατηγορία αλέτρι εγγύηση λιώνω τριαντάφυλλο φρέσκος διευκολύνω γρήγορος ανάγκη φούρκα