γυμνισμός στα αγγλικά γυμνισμός στα τσεχική γυμνισμός στα δανική γυμνισμός στα ισπανικά γυμνισμός στα γαλλικά γυμνισμός στα νορβηγικά γυμνισμός στα ρωσικά γυμνισμός στα σουηδικά γυμνισμός στα ουγγρική γυμνισμός στα σλοβακική γυμνισμός στα πολωνική
σοβαρός στα ισπανικά γυμνός στα ρουμανική εξατμίζομαι στα γαλλικά μονός στα πορτογαλικά εύστροφος στα αγγλικά
σοβαρόσ τραυματισμόσ άνδρα τησ διασ εύστροφος σημασια μονός διακορευτής