θωρηκτό στα αγγλικά θωρηκτό στα τσεχική θωρηκτό στα γερμανικά θωρηκτό στα ισπανικά θωρηκτό στα γαλλικά θωρηκτό στα ιταλικά θωρηκτό στα νορβηγικά θωρηκτό στα ρωσικά θωρηκτό στα ουγγρική θωρηκτό στα πορτογαλικά θωρηκτό στα πολωνική
ανεπάρκεια στα ισπανικά επινοώ στα ουκρανικά διαίρεση στα τσεχική τρίβω στα τσεχική διαιτητής στα τσεχική
διαίρεση β δημοτικού διαιτητής μαχαίρωσε παίκτη και του έκοψαν το κεφάλι τρίβω στα αγγλικά ανεπάρκεια καρδιάς επινοώ συνωνυμο