μεθυσμένος στα αγγλικά μεθυσμένος στα τσεχική μεθυσμένος στα γερμανικά μεθυσμένος στα γαλλικά μεθυσμένος στα ρωσικά μεθυσμένος στα εσθονική μεθυσμένος στα κροατικά μεθυσμένος στα ουγγρική μεθυσμένος στα πολωνική
σαφής στα φινλανδικά ακονίζω στα τσεχική συνεισφορά στα κροατικά ακρωτηριασμός στα ουκρανικά τυφλά στα πολωνική
τυφλά σημεία γιατί οι έξυπνοι άνθρωποι κάνουν ηλίθια πράγματα σαφής συνώνυμο πως ακονίζω συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο τραυματικόσ ακρωτηριασμόσ