δηλητηριάζω στα αγγλικά δηλητηριάζω στα τσεχική δηλητηριάζω στα γερμανικά δηλητηριάζω στα δανική δηλητηριάζω στα ισπανικά δηλητηριάζω στα γαλλικά δηλητηριάζω στα ιταλικά δηλητηριάζω στα νορβηγικά δηλητηριάζω στα ρωσικά δηλητηριάζω στα βουλγαρικά δηλητηριάζω στα ουγγρική δηλητηριάζω στα πολωνική δηλητηριάζω στα φινλανδικά
επίδομα στα νορβηγικά αμελώ στα ιταλικά τραπεζίτης στα σουηδικά ζυθοποιός στα αγγλικά ασπιρίνη στα λιθουανική
επίδομα γάμου αμελώ συνωνυμα σπασμένος τραπεζίτης ασπιρίνη και εγκυμοσύνη